προσφοιτώ

προσφοιτώ
-άω, ΜΑ
1. πορεύομαι ή έρχομαι σε κάποιο μέρος συχνά («οὐδὲ προσφοιτᾷ πρός τι... τῶν ἐν τῇ πόλει κουρείων», Δημοσθ.)
2. συναναστρέφομαι με κάποιον
αρχ.
1. φοιτώ σε κάποιο δάσκαλο
2. μτφ. επισκέπτομαι («τὰ κακὰ προσφοιτᾷ πρὸς τὸ γῆρας», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + φοιτῶ «συχνάζω, μεταβαίνω, πλησιάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”